- τζαμ(ι)τζής
- οπληθ. -ήδες, τεχνίτης που τοποθετεί τζάμια σε παράθυρα, πόρτες κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντεμτζής — ο ιδιοκτήτης μεταλλείου, μεταλλουργός, μεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντέμι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής, τζαμ τζής)] … Dictionary of Greek